- μισοφίλιππος
- μισοφίλιππος, -ον (Α)αυτός που μισεί τον Φίλιππο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Φίλιππος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοφίλιππος — μῑσοφίλιππος , μισοφίλιππος hating Philip masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοφίλιππον — μῑσοφίλιππον , μισοφίλιππος hating Philip masc/fem acc sg μῑσοφίλιππον , μισοφίλιππος hating Philip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισοφιλίππου — μῑσοφιλίππου , μισοφίλιππος hating Philip masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)